- παραθεριστής
- ο, θηλ. παραθερίστρια [παραθερίζω]πρόσωπο που παραθερίζει, που διαμένει στην εξοχή κατά το καλοκαίρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραθεριστής — ο θηλ. παραθερίστρια αυτός που παραθερίζει, που μένει σε θέρετρο το καλοκαίρι: Στα ορεινά δεν πηγαίνουν πολλοί παραθεριστές τα τελευταία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)